- εκκρίνομαι
- εκκρίνομαι βλ. πίν. 2
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
άπειμι — (I) ἄπειμι (AM) [ειμί] 1. βρίσκομαι μακριά από κάπου 2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών 3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι 4. (η ευκτ.) ἀπείη ὃ μὴ γένοιτο 5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν) αυτός που απουσιάζει … Dictionary of Greek
επιδιεξέρχομαι — ἐπιδιεξέρχομαι (Α) εκκρίνομαι … Dictionary of Greek
καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… … Dictionary of Greek
καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση … Dictionary of Greek
ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… … Dictionary of Greek
προαποκρίνομαι — Α 1. απαντώ εκ τών προτέρων, αποκρίνομαι προηγουμένως 2. εκκρίνομαι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προεκκρίνω — Α [ἐκκρίνω] 1. (αμφβλ. γρφ·) (σχετικά με νόσο) προλαβαίνω μια κρίση 2. παθ. προεκκρίνομαι α) εκκρίνομαι προηγουμένως («προεκκριθέντων τῶν ὑγρῶν», Διοσκ.) β) καθαρίζομαι εντελώς από κάτι αρχικά … Dictionary of Greek
συναποκρίνομαι — Α [ἀποκρίνομαι] 1. εκκρίνομαι και αποβάλλομαι μαζί με κάτι άλλο («συναποκρινομένων τῶν τοιούτων... ἐν τῷ σπέρματι», Αριστοτ.) 2. αποκρίνομαι, απαντώ μαζί με κάποιον ή αμέσως … Dictionary of Greek
υπεκκρίνω — Α [ἐκκρίνω] (συν. το παθ.) ὑπεκκρίνομαι εκκρίνομαι, αποβάλλομαι ανεπαίσθητα («καὶ αὐτὰ ὑπεκκρίνεται καὶ ἐξαπολλύται», Διογ. Λαέρ.) … Dictionary of Greek